διττός

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διττός Medium diacritics: διττός Low diacritics: διττός Capitals: ΔΙΤΤΟΣ
Transliteration A: dittós Transliteration B: dittos Transliteration C: dittos Beta Code: ditto/s

English (LSJ)

v. δισσός.

Spanish (DGE)

v. δισσός.

German (Pape)

[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. δισσός.

Greek Monolingual

και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].

Greek Monotonic

διττός: Αττ. αντί δισσός.