εἰσήγημα
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ατος, τό, A motion, proposal, Aeschin.1.82: pl., Isoc.Ep.1.2. 2 precept, Nic.Dam.p.26D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
propuesta, moción τὸ εἰ. ... ἀποδοκιμάζει ἡ βουλή Aeschin.1.82, cf. Isoc.Ep.1.2, c. gen. subjet. τοῖς εἰσηγήμασι τῶν δημοτικῶν ... ἐναντιωθείς D.H.10.30
•consejo τοῦ πατρὸς εἰσηγήματα Nic.Dam.38.
German (Pape)
[Seite 743] τό, das Vorgetragene, der Vorschlag, Aesch. 1, 82.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήγημα: τό, πρότασις, Αἰσχίν. 12. 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
motion, proposition.
Étymologie: εἰσηγέομαι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσήγημα: -ατος, τό, πρόταση για συζήτηση, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
εἰσήγημα: ατος τό предложение Isocr.: τὸ εἰ. τινος ἀποδοκιμάζειν Aeschin. отвергать чье-л. предложение.
Middle Liddell
εἰσήγημα, ατος, τό, [from εἰσηγέομαι
a proposition, motion, Aeschin.