εὐρωπός

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωπός Medium diacritics: εὐρωπός Low diacritics: ευρωπός Capitals: ΕΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: eurōpós Transliteration B: eurōpos Transliteration C: evropos Beta Code: eu)rwpo/s

English (LSJ)

ή, όν, = εὐρύς, E.IT626, Opp.H.3.20, 4.526.

German (Pape)

[Seite 1096] = εὐρύς, Ggstz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωπός: -ή, -όν, = εὐρύς, Εὐρ. Ι. Τ. 626, Ὀππ. Ἁλ. 3. 20., 4. 526· πρβλ. στενωπός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
large, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.

Greek Monolingual

εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

εὐρωπός: -ή, -όν (εὐρύς, ὤψ), ποιητ. αντί εὐρύς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρωπός: широкий, обширный (χάσμα Eur.).

Middle Liddell

εὐρ-ωπός, ή, όν εὐρύς, ὤψ] poet. for εὐρύς, Eur.]