λειοκύμων
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος, having low waves, θάλαττα λ. Luc.VH2.4, Scyth.11.
German (Pape)
[Seite 24] ον, mit glatten Wellen, ruhiger Oberfläche, θάλασσα, Luc. V. H. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκύμων: [ῡ], -ον, γαλήνιος, θάλαττα λ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux flots unis, calmes.
Étymologie: λεῖος, κῦμα.
Greek Monolingual
λειοκύμων, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κύμων (< κῦμα), πρβλ. ακύμων, εγκύμων].
Greek Monotonic
λειοκύμων: [ῦ], -ον (κῦμα), γαλήνιος, αυτός που έχει μικρά κύματα, ακύμαντος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
λειοκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) с низкими волнами, чуть волнуемый, т. е. спокойный (θάλαττα Luc.).
Middle Liddell
λειο-κύ¯μων, ον, κῦμα
having low waves, Luc.