Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος

From LSJ
Revision as of 04:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

ον, = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.