κρατύς
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, strong, mighty, in Hom. always epithet of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης Il.16.181,24.345, Od.5.49. (For a doubtful fem. κράταια, v. κραταιίς.)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτύς: ῠ, εως, ὁ, ὡς τὸ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, κρατὺς Ἀργειφόντης Ἰλ. Π. 181., Ω. 345, Ὀδ. Ε. 49· πρβλ. κράτιστος.
French (Bailly abrégé)
adj. m.
seul. nomin.
fort, puissant.
Étymologie: κράτος.
English (Autenrieth)
= κρατερός, epithet of Hermes.
Greek Monolingual
κρατύς, ὁ (Α)
ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- (βλ. κράτος) + επίθημα -ύς (πρβλ. βραχύς, πλατύς)].
Greek Monotonic
κρᾰτύς: [ῠ], ὁ, όπως το κρατερός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτύς: (ῠ) adj. m могучий (Ἀργεϊφόντης Hom., HH).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατύς [~ κράτος] alleen Hom., sterk, machtig: κ. Ἀργεϊφόντης de sterke Argosdoder ( epithet van Hermes).