παραείδω

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείδω Medium diacritics: παραείδω Low diacritics: παραείδω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΔΩ
Transliteration A: paraeídō Transliteration B: paraeidō Transliteration C: paraeido Beta Code: paraei/dw

English (LSJ)

sing beside or to one, τινι Od.22.348.

German (Pape)

[Seite 478] dabei singen, Einem vorsingen, τινί, Od. 22, 348.

Greek (Liddell-Scott)

παραείδω: ᾄδω παρά τινι ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε Θεῷ Ὀδ. Χ. 348.

French (Bailly abrégé)

chanter auprès de, accompagner en chantant, τινι.
Étymologie: παρά, ἀείδω.

English (Autenrieth)

sing beside or before; τινί, Od. 22.348†.

Greek Monolingual

και παρᾴδω Α
1. τραγουδώ μπροστά ή κοντά σε κάποιον
2. (στον τ. παρᾴδω) κάνω παραφωνία, είμαι φάλτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].

Greek Monotonic

παραείδω: τραγουδώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

παραείδω: (перед кем-л.) петь, напевать (τινὶ ὥστε θεῷ Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αείδω, later παρᾴδω zingen bij.

Middle Liddell


to sing beside or to one, c. dat., Od.