πεντόργυιος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, of five fathoms, AP 11.87 (Lucill.); cf. πεντώρυγος.
German (Pape)
[Seite 559] von fünf Klaftern, Xen. Cyn. 2, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντόργυιος: -ον, ὁ πέντε ὀργυιῶν, Ἀνθ. Π. 11. 87· ὁ παλαιότερος Ἀττικ. τύπος ἦν πεντώρυγος, Ξεν. Κυν. 2, 5· ἴδε ἐν λέξ. δεκώρυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cinq brasses.
Étymologie: πέντε, ὄργυια.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος πέντε οργιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀργυιά (πρβλ. τετρ-όργυιος)].
Greek Monotonic
πεντόργυιος: -ον (ὄργυια), αυτός που αποτελείται από πέντε οργιές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πεντόργυιος: протяжением в пять оргий, т. е. саженей Xen., Anth.