πρατήριον

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτήριον Medium diacritics: πρατήριον Low diacritics: πρατήριον Capitals: ΠΡΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pratḗrion Transliteration B: pratērion Transliteration C: pratirion Beta Code: prath/rion

English (LSJ)

Ion. πρητ-, τό, place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb.701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).

German (Pape)

[Seite 696] τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτήριον: Ἰων. πρητ-, τό, τόπος ἔνθα ἐγίνοντο πράσεις, πωλητήριον, Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. πρατήρ. ― Κατὰ Μοῖριν σ. 314: «πωλητήριον Ἀττικοί· πρατήριον Ἕλληνες».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l'on vend, marché.
Étymologie: πιπράσκω.

Greek Monotonic

πρᾱτήριον: Ιων. πρητ-, τό, μέρος όπου γίνονται πωλήσεις, πωλητήριο, μαγαζί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱτήριον: ион. πρητήριον τό торговая площадь, рынок, базар Her., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρατήριον -ου, τό, Ion. πρητήριον [πρατήρ] marktplaats.

Middle Liddell


a place for selling, a market, Hdt.