προσοίχομαι

From LSJ
Revision as of 12:15, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοίχομαι Medium diacritics: προσοίχομαι Low diacritics: προσοίχομαι Capitals: ΠΡΟΣΟΙΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosoíchomai Transliteration B: prosoichomai Transliteration C: prosoichomai Beta Code: prosoi/xomai

English (LSJ)

have gone to a place, Pi.P.6.4.

German (Pape)

[Seite 774] (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χθονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσοίχομαι: ἀποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω εἴς τινα τόπον, Πινδ. Π. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

s'approcher de, acc..
Étymologie: πρός, οἴχομαι.

English (Slater)

προσοίχομαι approach with reverence (cf. ἐποίχομαι) ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.4)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) πλησιάζω, προσεγγίζω έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἴχομαι «πηγαίνω»].

Greek Monotonic

προσοίχομαι: αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

προσοίχομαι: подходить, приближаться (ὀμφαλὸν χθονός Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-οίχομαι gaan naar.

Middle Liddell


Dep. to have gone to a place, Pind.