σεσοφισμένως

From LSJ
Revision as of 17:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεσοφισμένως Medium diacritics: σεσοφισμένως Low diacritics: σεσοφισμένως Capitals: ΣΕΣΟΦΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sesophisménōs Transliteration B: sesophismenōs Transliteration C: sesofismenos Beta Code: sesofisme/nws

English (LSJ)

Adv. cunningly, X.Cyn.13.5.

German (Pape)

[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σοφίζω, schlau, listig, verfänglich, Xen. Cyn. 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σεσοφισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, μετὰ σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec habileté ou fourberie.
Étymologie: σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de σοφίζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότηταἴσως οὖν τοῖς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος του σοφίζομαι].

Greek Monotonic

σεσοφισμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σεσοφισμένως: adv. хитро, ловко Xen.

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of σοφίζομαι]
cunningly, Xen.