στερίσκω
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
collat. pres. of στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.
German (Pape)
[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.
Greek (Liddell-Scott)
στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.
Greek Monolingual
Α
(δ. τ.) στερώ («στερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι / στερῶ με επίθημα -ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω.
Greek Monotonic
στερίσκω: = στερέω, μόνο σε ενεστ., αποστερώ, απογυμνώνω από κάτι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
στερίσκω: (= στερέω) лишать (τινά τινος Her., Eur., Diod.): ἐν τῷ ἴσῳ στερισκόμενος Thuc. лишенный (гражданского) равноправия.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερίσκω zie στερέω.
Middle Liddell
= στερέω only in pres.]
to deprive of a thing, Thuc.:—Pass. to be deprived of a thing, Hdt., attic