φλίω
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
German (Pape)
[Seite 1292] = φλιδάω (?).
Greek (Liddell-Scott)
φλίω: φλιδάω, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Παθ. σ. 432.
French (Bailly abrégé)
être enflé, être gonflé.
Étymologie: DELG apparenté à φλύω.
Greek Monolingual
Α
είμαι γεμάτος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα bhl-ei- / bhl-i- «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -i-, μορφή της ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω», (πρβλ. τα ρ. φλέω, φλύω < ρίζα bhl-eu- / bhl-u- με παρέκταση -u-). Το ρ. φλῑω απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. περιφλίοντος (όπου το -ῑ- αποτελεί αντιπροσώπευση της ΙΕ διφθόγγου -ei-, πρβλ. χλῑω (πιθ. < ρίζα ghlei-, βλ. λ. χλιαίνω), πιθ. τρίβω, ενώ οι υπόλοιποι τ. της οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική παρέκταση d της ρίζας (πρβλ. φλυ-δ-ῶ) και έχουν σχηματιστεί από θ. φλι-δ-της μηδενισμένης βαθμίδας ή φλοι-δ- της ετεροιωμένης (πρβλ. αγγλ. bloat «πρήζομαι» < γερμ. blait-ōn < IE bhloid-). To σύστημα, εξάλλου, τών τ. φλίω: φλιαρός: φλιδῶ: φλιδών: φλοιδιῶ μπορεί να παραβληθεί με τους τ. χλίω: χλιαρός: χλιδῶ: χλιδών: χλοιδῶ (βλ. λ. χλιαίνω). Από σημασιολογική άποψη, αρχική πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ.περιφλίω, φλιδῶ, φλιδών «σφυγμός»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με υγρό» (πρβλ. ὑπερφλοισμός) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από κάψιμο» και στην συνέχεια «φλέγομαι» (πρβλ. φλοιδῶ, φλοιδιῶ), ενώ από το φαινόμενο της σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «σαπίζω, διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (πρβλ. φλιδῶ, φλιδάνω, φλιδιόωντο, φλιδών)].