φυσιολογία
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, inquiring into natural causes and phenomena, ἡ φ. ἡ περὶ τῶν φυτῶν Arist.Sens.442b25; generally, Epicur. Ep.1p.4U., 2p.35U., Metrod.Herc.831.8, etc.; φ. καὶ θεολογία, φ. καὶ μαθηματική, D.S.5.40, Str.14.1.7, cf. Cic.Div.1.41.90, Ph.1.139, Plu.2.420c, etc.; ἡ Ζήνωνος φ., title of work by Cleanthes: pl., Longin.12.5, etc.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, Untersuchung der natürlichen Körper, bes. Untersuchung der Natur in ihrem Wesen und ihren Gründen, Plut. u. a. Sp. Auch übh. Erklärung aus natürlichen Gründen.
Greek (Liddell-Scott)
φῠσιολογία: ἡ, ἐξέτασις τῶν φυσικῶν αἰτίων καὶ φαινομένων, φυσικὴ φιλοσοφία, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 24, Πλούτ. 2. 420Β, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Λογγῖνος 12. 5, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recherche ou dissertation sur les choses de la nature.
Étymologie: φυσιολόγος.
Greek Monolingual
η, Ν
1. επιστήμη η οποία μελετά τις λειτουργίες τών ζωντανών οργανισμών και αποτελεί συνδυασμό διαφόρων επιστημονικών κλάδων, της γενικής και ιατρικής βιολογίας, της βιοχημείας, της βιοφυσικής, τών μαθηματικών και της φυσικής, με κοινό σκοπό τη μεγιστοποίηση τών ανθρώπινων γνώσεων για τη ζωή
2. φρ. α) «συγκριτική φυσιολογία» — κλάδος της παραπάνω επιστήμης που εξετάζει τις λειτουργίες ενός οργάνου ή συστήματος σε διαφορετικούς τύπους ζώων, σπονδυλοζώων ή και ασπόνδυλων, με στόχο τη διατύπωση θεμελιωδών νόμων για τις λειτουργίες του συνόλου του ζωικού βασιλείου
β) «φυσιολογία τών φυτών» — κλάδος που μελετά τις βασικές λειτουργίες στα φυτά, όπως είναι η φωτοσύνθεση, η αζωτούχα και ανόργανη θρέψη, η κυκλοφορία του νερού και τών αλάτων, η αναπνοή, η αύξηση, η ανάπτυξη και η αναπαραγωγή τους
γ) «παθολογική φυσιολογία» — η μελέτη, με τις μεθόδους της φυσιολογίας, τών λειτουργικών, φυσικών και χημικών μεταβολών που συνοδεύουν τις διάφορες νόσους
αρχ.
1. διερεύνηση τών φυσικών φαινομένων και τών αιτίων τους
2. φρ. «Ζήνωνος φυσιολογία» — τίτλος έργου του Κλεάνθους του Στωικού.
Russian (Dvoretsky)
φῠσιολογία: ἡ наука о природе, естествознание Arst., Plut.