ἀναρρύω

From LSJ
Revision as of 13:19, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρύω Medium diacritics: ἀναρρύω Low diacritics: αναρρύω Capitals: ΑΝΑΡΡΥΩ
Transliteration A: anarrýō Transliteration B: anarryō Transliteration C: anarryo Beta Code: a)narru/w

English (LSJ)

(ῥύω, ἐρύω) A draw the victim's head back so as to cut the throat, like Homer's αὐερύω: hence, sacrifice, Epich.139, Pi.O.13.81, Eup.395. 2 Med., aor. ἀνερρυσάμην, draw back, rescue, ψυχὴν ἀ. παθέων from... Hp.Ep.23; ἀ. πόλεις Iamb.VP7.33; ἀ. ἧτταν repair a defeat, D.H.5.46 codd.:—Pass., ἀνερρύσθησαν Just.Nov.115.3.13.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. αὐερύω siempre en Hom., Theoc.25.241, AP 5.285 (Agath.), 6.96 (Eryc.); ἀναρύομαι Hp.Ep.23
I 1echar hacia atrás (νευρήν) αὐερύοντα παρ' ὦμον Il.8.325, cf. Theoc.l.c., τὰς (στήλας) οἵ γ' αὐέρυον arrancaron los pilares, Il.12.261.
2 tirar de la cabeza de la víctima hacia atrás para degollarla αὐέρυσαν ... καὶ ἔσφαξαν Il.1.459, cf. Pi.O.13.81, AP 6.96 (Eryc.)
sacrificar Epich.179, cf. Eup.395, EM 98.56G.
3 aspirar τὸ φίλημα AP 5.285 (Agath.).
II en v. med. salvar, rescatar σοφίη ... ψυχὴν ἀναρύεται παθέων Hp.Ep.23, πόλεις Iambl.VP 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρύω: (ῥύω, ἐρύω), ἀνέλκω τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅπως δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, ὡς τὸ Ὁμηρ. αὐερίω, σφάζω, θύω, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 136. 2) μέσ., ἀνασύρω, ἀπολυτρώνω, σῴζω, σοφίη ψυχὴν ἀναρρύεται παθῶν Δημόκρ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1288. 51: - ἐπανορθῶ, ἀναρρύσασθαι τὴν προτέραν ἧτταν Διον. Ἁλ. 5. 46: - Παθ., ἀνερρύσθησαν Μαλαλ. σ. 461.

French (Bailly abrégé)

tirer (la tête de la victime) en arrière (pour l'égorger) ; égorger, faire un sacrifice;
Moy. ἀναρρύομαι retirer en arrière pour soi ; délivrer, affranchir : ψυχὴν ἀν. παθῶν HPC soustraire son âme aux passions ; ἀν. προτέραν ἧτταν DH réparer une première défaite.
Étymologie: ἀνά, ῥύω.

Greek Monolingual

ἀναρρύω (Α)
1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω
2. (μέσ. -ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω
3. επανορθώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ανάρρυσις].