ἀπρόσφορος

From LSJ
Revision as of 13:58, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσφορος Medium diacritics: ἀπρόσφορος Low diacritics: απρόσφορος Capitals: ΑΠΡΟΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aprósphoros Transliteration B: aprosphoros Transliteration C: aprosforos Beta Code: a)pro/sforos

English (LSJ)

ον, dangerous, νήσους ναύταις ἀπροσφόρους E.IA287(lyr.); unsuitable, Herod. Med. ap. Orib.10.18.6; incongruous, Tz.adHes.Op.735. Adv. -ρως Steph.in Hp.1.223D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1peligroso τὰς Ἐχίνας λιπὼν νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρους E.IA 287.
2 inapropiado ἀπρόσφοροι δὲ καὶ οἱ πρὸ τῶν παροξυσμῶν ἱδρωτικοί Herod.Med. en Orib.10.18.6, μέτροι An.Ox.3.330, cf. Hsch.α 6857
incompetente δικαστής Cod.Iust.3.1.12.2, 7.51.5.1.
II adv. -ως de forma inapropiada ἀ. τοῦτο εἴρηκεν Steph.in Hp.1.223.

German (Pape)

[Seite 340] unnahbar, Eur. I. A. 287, übertr., unangemessen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσφορος: -ον, ἀσύμφορος, ἀκατάλληλος, ἐπικίνδυνος, τὰς Ἐχινάδας λιπὼν νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρους Εὐρ. Ι. Α. 287. - Ἐπίρρ. -ρως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'accès difficile ou dangereux.
Étymologie: , πρόσφορος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσφορος, -ον)
ασύμφορος, ακατάλληλος
αρχ.
απροσπέλαστος, επικίνδυνος.

Greek Monotonic

ἀπρόσφορος: -ον, ακατάλληλος, ασύμφορος, αυτός που εγκυμονεί κινδύνους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσφορος: неприступный, опасный (νῆσος Eur.).

Middle Liddell

unsuitable, dangerous, Eur.