ἐμπόδισμα

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόδισμα Medium diacritics: ἐμπόδισμα Low diacritics: εμπόδισμα Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΑ
Transliteration A: empódisma Transliteration B: empodisma Transliteration C: empodisma Beta Code: e)mpo/disma

English (LSJ)

ατος, τό, impediment, hindrance, Pl.Plt.295b, D.3.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.Nou.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμα Gal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.Edict.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.

German (Pape)

[Seite 815] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Greek Monolingual

και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)
εμπόδιση
μσν.
1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή
2. φυσικό ελάττωμα
3. άρνηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόδισμα: ατος τό препятствие, помеха (τινος Plat., Dem.).

English (Woodhouse)

hindrance, impediment, obstacle, anything that hinders

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)