ἐναιωρέομαι
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
A float or drift about in, θαλάσσῃ E.Cyc.700: abs., to be always in motion, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεύμενοι Hp.Prog.2. 2 οὖρα ἐνῃωρημένα containing suspended matter, Id.Prorrh.1.4. 3 -ούμεναι συστάσεις movable concretions, Sor.1.88.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jon. ἐναιωρευ- Hp.Coac.194, Aret.SA 2.8.3
I ir de acá para allá, ir a la deriva c. dat. θαλάσσῃ de Odiseo, E.Cyc.700.
II medic.
1 moverse de un lado a otro, moverse sin parar (ὀφθαλμοί) ἐναιωρούμενοι como síntoma, Hp.Prog.2.
2 moverse de un lado a otro, estar suelto θρομβώδεις συστάσεις ἐναιωρούμεναι dentro de la mama, Sor.2.8.47, c. dat. πρὸς οὐδὲν προσισχομένη, ἀλλ' ἐναιωρευμένη τῷ θώρηκι una vena, Aret.l.c.
3 contener materia en suspensión la orina ἢν οὖρον ἐναιωρηθῇ Hp.Coac.31, cf. 194, c. dat. οὖρα ... μέλασιν ἐνῃωρημένα orines con partículas negras en suspensión Hp.Prorrh.1.4, cf. 163
•neutr. subst. τὰ ἐναιωρούμενα partículas en suspensión en la orina, Gal.6.251.
German (Pape)
[Seite 825] darauf schweben; θαλάττῃ, auf dem Meere herumschweifen, Eur. Cycl. 604; ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεόμενοι, aufwärts gezogene Augäpfel, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιωρέομαι: περιφέρομαι, περιπλανῶμαι ἔν τινι τόπῳ, πολὺν θαλάσσῃ χρόνον ἐναιωρούμενον Εὐρ. Κύκλ. 700 ἀπολ., εὑρίσκομαι εἰς διηνεκῆ κίνησιν, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρούμενοι Ἱππ. Προγν. 37· οὖρα ἐν. ὁ αὐτ. Προγν. 67.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être ballotté dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, αἰωρέω.
Greek Monotonic
ἐναιωρέομαι: Παθ., επιπλέω, κυματίζω στη θάλασσα, με δοτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναιωρέομαι: (где-л.) носиться, блуждать (θαλάσσῃ πολὺν χρόνον Eur.).