ὀνεύω

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνεύω Medium diacritics: ὀνεύω Low diacritics: ονεύω Capitals: ΟΝΕΥΩ
Transliteration A: oneúō Transliteration B: oneuō Transliteration C: oneyo Beta Code: o)neu/w

English (LSJ)

draw up with a windlass (ὄνος VII. 1), impf. ὤνευον Th.7.25 : generally, haul up, τὸν πέπλον . . ἕλκουσ' ὀνεύοντες Stratt.30 :—Med., ὀνεύεσθαι· τείνειν, Erot., Gal.19.126 (v.l. in Hp.Fract.15).

German (Pape)

[Seite 346] mit der Winde ziehen, Thuc. 7, 25; vgl. B. A. 57, 21 u. Mein. conj. in Strattis bei Harpocr. 176, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεύω: ἀνέλκω διὰ μοχλοῦ (ὄνος VII. 1), παρατατ. ὤνευον Θουκ. 7. 25· καθόλου, ἀναβιβάζω, τὸν πέπλον ... ἕλκουσ’ ὀνεύοντες Στράττις ἐν «Μακεδόσι» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ὤνευον;
tirer ou soulever à l'aide d’un cabestan.
Étymologie: ὄνος.

Greek Monolingual

ὀνεύω (Α) όνος
1. έλκω κάτι με μοχλό («ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον ἀναδούμενος τοὺς σταυροὺς καὶ ἀνέλκων», Θουκ.)
2. ανεβάζω, σύρω προς τα επάνω («τὸν πέπλον... ἕλκουσ' ὀνεύοντες», Στράττ.)
3. μέσ. (κατά τον Ερωτιαν.) «ὀνεύεσθαι. τείνειν».

Greek Monotonic

ὀνεύω: ανελκύω με τη βοήθεια μοχλού (ὄνος, II. 1), παρατ. ὤνευον, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνεύω: ὄνος 4] тащить с помощью ворота Thuc.

Middle Liddell

ὀνεύω,
to draw up with a windlass (ὄνος III. 1), imperf. ὤνευον Thuc.