διακριδόν
English (LSJ)
Adv., (διακρίνω) A eminently, δ. εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; δ. ἠσκημένη κόμη Luc.Am.3. 2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14. 3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα δ. Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ δ. without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.
Spanish (DGE)
(διακρῐδόν)
adv.
I c. adj. en alto grado, con mucho, c. sup. con diferencia δ. εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, τοῦτο δὲ δ. ... μέγιστον ὤπασε κακόν Semon.8.71, παρέχεται ἰχθῦς ἀρίστους δ. Hdt.4.53.
II c. verb.
1 sumamente δ. δ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλεια Luc.Am.3
•especialmente, sobre todo ἀντ' ἀρετῆς σε δ. Ἆλις ἀείδει AP 7.541 (Damag.), ἐπεβρωμᾶτο ... Λητοῖ δὲ δ. rugía especialmente contra Leto Call.Del.57, cf. AP 16.336.
2 con precisión πλάστιγγι δ. ἄχθος ἐρύξας Nic.Th.955
•detalladamente ναυτιλίην τε δ. ἐξερέεινεν A.R.4.721.
3 separadamente, por separado ἐν δ' ἄρ' ἑκάστῳ τέρματι δαίδαλα πολλὰ δ. εὖ ἐπέπαστο A.R.1.729, ἔστιχον ... δ. Nonn.D.34.349, cf. Agath.5.7.3, πάντα ... ὑφάνασα δ. todas las cosas ... las urdí una por una, Hymn.Is.14 (Andros)
•de forma dispersa κῦμα δ. ἄλλοθεν ἄλλα δοῦρα φέρῃ Opp.H.4.408
•en estado de distinción op. ὁμοθυμαδόν Dam.Pr.59
•fig. οὐ δ. sin distinción ὅ τι προστάξειεν, ἐγίγνετο, οὐ δ. ἔτι περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC 5.9.
German (Pape)
[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι
French (Bailly abrégé)
adv.
avec distinction ou supériorité ; supérieurement, admirablement.
Étymologie: διακρίνω et -δον.
Greek (Liddell-Scott)
διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.
English (Autenrieth)
(κρίνω): decidedly; ἄριστος, Il. 12.103 and Il. 15.108.
Greek Monolingual
διακριδόν επίρρ. (Α) διακρίνω
1. έξοχα, ξεχωριστά, προπάντων
2. με σαφήνεια.
Greek Monotonic
διακρῐδόν: επίρρ. (διακρίνω), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διακρῐδόν: adv.
1) исключительно, особенно: δ. ἄριστος Hom. безусловно наилучший, несравненно лучший; ἰχθῦς ἄριστοι δ. καὶ πλεῖστοι Her. превосходные и большие рыбные богатства;
2) на пробор (δ. ἠσκημένη κόμη Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακριδόν [διακρίνω] adv., uitzonderlijk.