κάσις

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάσις Medium diacritics: κάσις Low diacritics: κάσις Capitals: ΚΑΣΙΣ
Transliteration A: kásis Transliteration B: kasis Transliteration C: kasis Beta Code: ka/sis

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, gen. κάσιος first in Orph.A.1229; dat. pl. κασίεσσι Nic.Th.345:—brother, A.Th.674, etc.; voc. κάσι S.OC1440: ἡ, sister, E.Hec.361, Call.Aet.3.1.23: metaph., λιγνύν, αἰόλην πυρὸς κ. A.Th.494; κ. πηλοῦ… κόνις Id.Ag.495.

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, ἡ, der Bruder, die Schwester; κασιγνήτῳ κάσις, ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι Aesch. Spt. 656, der auch übertr. sagt λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν, 476, u. κάσις πηλοῦ διψία κόνις, Ag. 480; κάσι voc., Soph. O. C. 1442 Eur. Med. 167 u. öfter; τὴν Ἕκτορος κάσιν Hec. 365; von sp. D. Lycophr. 399; gen. κάσιος Orph. Arg. 1234; κασίεσσι Nic. Th. 345. – Nach Hesych. auch übh. = ἡλικιώτης.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
frère ou sœur.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek (Liddell-Scott)

κάσις: ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―ἀδελφός, Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ κάσις, ἡ ἀδελφή, τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. κασιγνήτη· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. κάσιοι ― (Ὁ τύπος κάσις δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα εἶναι λέξεις ποιητικαί. Ἡ ἐτυμολογία τοῦ κάσις εἶναι ἄγνωστος: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ).

Greek Monolingual

(I)
κάσις, ὁ, ἡ (Α)
1. αδελφός, αδελφή, κασίγνητος, κασιγνήτη
2. μτφ. αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση είτε όμοιο προορισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του κασίγνητος, του τ. τών ανθρωπωνυμίων Άλεξις < Αλεξίκακος].
(II)
κάσις, ἡ (Α)
1. πάπ. κράνος, κρανοειδής θήκη
2. μαστίγιο, καμτσίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis].

Greek Monotonic

κάσις: [ᾰ], κάσιος, κλητ. κάσι, , αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἡ ἀδερφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κάσις: ιος (ᾰ) ὁ (voc. κάσι) брат Trag.
ιος ἡ сестра Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάσις -ιος, ὁ, ἡ, vocat. sing. κάσι, broer of zus; overdr. verwant:. πυρὸς κάσις (rookwalm,) een zusje van vuur Aeschl. Sept. 494.

Middle Liddell


a brother, Aesch., Soph.:— a sister, Eur.