παρηορία

From LSJ
Revision as of 07:52, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηορία Medium diacritics: παρηορία Low diacritics: παρηορία Capitals: ΠΑΡΗΟΡΙΑ
Transliteration A: parēoría Transliteration B: parēoria Transliteration C: parioria Beta Code: parhori/a

English (LSJ)

ἡ, in plural, A side-traces, by which the παρήορος was attached beside the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, 16.152. II in plural, outlying reaches of a river, Arat.600.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trait pour attacher un cheval de main.
Étymologie: παρήορος.

Greek (Liddell-Scott)

παρηορία: ἡ, ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ ἔξωθεν παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, οἷον ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρήορος
στον πληθ. αἱ παρηορίαι
α) οι τεντωμένοι ιμάντες με τους οποίους δένονταν ο παρήορος δίπλα στα ζευγμένα άλογα του άρματος
β) οι εκτάσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές ποταμού, παραποτάμιες εκτάσεις.

Greek Monotonic

παρηορία: ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το άλογο δένεται δίπλα στην άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρηορία: ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.

Middle Liddell

παρηορία, ἡ,
in pl. side-traces, i. e. the traces by which the outside horse (παρήοροσ) was harnessed beside the regular pair, Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, Il.