προσπορίζω

From LSJ
Revision as of 08:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορίζω Medium diacritics: προσπορίζω Low diacritics: προσπορίζω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosporízō Transliteration B: prosporizō Transliteration C: prosporizo Beta Code: prospori/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ, A procure or supply besides, X.Mem.3.6.5, D.4.29; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν ἕτερα (sc. κακά) -πορίζομεν Men.534.8; π. τινὶ τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν acquire for one the actio and obligatio of the transaction, POxy.133.6 (vi A.D.):—Pass., Aen.Tact.11.3 (sed leg. προπ-) ; τὰ -ιζόμενα ἐκ τοῦ λουτροῦ the income from... PFlor.384.35 (v A.D.). 2 Math., add, in Pass., Arist.Mete.376a14, Iamb. in Nic.p.47P.

German (Pape)

[Seite 779] noch dazu verschaffen; Xen. Mem. 3, 6, 5; προσποριεῖ τὰ λοιπὰ αὐτὸ τὸ στράτευμα ἀπὸ τοῦ πολέμου, Dem. 4, 29, – in der Dialektik = im Beweise eines Lehrsatzes aus dem Bewiesenen folgern und dazunehmen, wie adsumere, Arist. meteorl. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

procurer ou fournir [en outre], acc..
Étymologie: πρός, πορίζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, πορίζω προσέτι, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 5, Δημ. 48. 9. 2) ἐν τῇ λογικῇ λαμβάνω ὡς δεδομένον προσέτι, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν», καὶ κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «προσπορισθέν· ἐπινοηθέν, προσοδευθέν».

Greek Monolingual

ΝΑ
1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον
2. μέσ. προσπορίζομαι
προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως
αρχ.
1. μαθημ. προσθέτω
2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορίζω «φέρω, τροφοδοτώ» (< πόρος)].

Greek Monotonic

προσπορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, προμηθεύω ή εφοδιάζω επιπλέον, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσπορίζω: (fut. προσποριῶ)
1) сверх того доставлять, еще добывать (τὰ λοιπά Dem.);
2) лог. сверх того допускать, еще полагать, присоединять: προσπεπορίσθω πρὸς τὴν Β, ἐφ᾽ ἧς τὸ Ζ Arst. пусть к (линии) Β будет добавлена (линия) Ζ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πορίζω erbij leveren.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to procure or supply besides, Xen., Dem.