παραζώννυμι

From LSJ
Revision as of 07:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραζώννυμι Medium diacritics: παραζώννυμι Low diacritics: παραζώννυμι Capitals: ΠΑΡΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: parazṓnnymi Transliteration B: parazōnnymi Transliteration C: parazonnymi Beta Code: parazw/nnumi

English (LSJ)

and παραζωννύω, A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R.553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79. II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr.Sign.51.

German (Pape)

[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.

French (Bailly abrégé)

suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.

Greek Monolingual

και παραζωννύω Α
1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέσηξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.)
2. (για νέφη) καλύπτωὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

παραζώννυμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ. — Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen.

Russian (Dvoretsky)

παραζώννῡμι: привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ ξιφίδιον Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζώσω
to gird to the side, Plat.:—Mid. to wear at the girdle, Plut.