προπλώω
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
Ion. for προπλέω, Hdt.5.98.
German (Pape)
[Seite 740] ion. u. poet. statt προπλέω, Her. 5, 98.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προπλέω.
Étymologie: πρό, πλώω.
Greek (Liddell-Scott)
προπλώω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ προπλέω, Ἡρόδ. 5. 98.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προπλέω.
Greek Monotonic
προπλώω: Ιων. αντί προπλέω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
προπλώω: ион. Her. = προπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπλώω zie προπλέω.