εὔρις
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ινος, ὁ, ἡ, with a good nose, i. e. keen-scented, κυνὸς… ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.
German (Pape)
[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
Greek Monolingual
εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].
Greek Monotonic
εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔρις: ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. κύων Aesch., Soph.).
Middle Liddell
εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]
with a good nose, i. e. keen-scented, Aesch., Soph.