λαβίς
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = λαβή, handle, Gal.2.704; hilt, LXX Jd.3.22, EM594.9. II Act., holder, i.e. 1 forceps, Hp.Steril.244, Hermes38.282 (cod. Laur.), Apollon. ap.Gal.12.659. 2 clamp, clasp, Plb.6.23.11; λ. σιδηραῖ Inscr.Délos 442 B 168 (ii B. C.). 3 tongs or snuffers to trim lamps, LXX Ex.38.17 (37.23), Nu.4.9, v.l. in J.AJ8.3.7. 4 = πυράγρα, Cyr.
German (Pape)
[Seite 1] ίδος, ἡ, eigtl. dim. zu λαβή, in derselben Bedeutung, Erkl. von κώπη, bei Schol. Il. 1, 219; übh. Werkzeug zum Festhalten, Schnalle, Haken u. dergl., πυκναῖς λαβίσι καταπερονᾶν, Pol. 6, 23, 11 u. a. Sp.; Griff, Mel. 48 (V, 208).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβίς: -ίδος, ἡ, = λαβή, «χεροῦλι», Γαλην. 2. 704· λαβὴ ξίφους, Ἐτυμολ. Μέγ. 594. 9. ΙΙ. ἐνεργ., πρᾶγμά τι ὅπερ κρατεῖ, πιάνει δηλ., 1) ἐμβρυουλκός, Ἱππ. 687. 7. 2) περόνη, πόρπη, Πολύβ. 6. 23, 11. 3) ψαλὶς πρὸς καθαρισμὸν τῶν λύχνων καὶ λαμπάδων, κηροψαλίδιον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΖ΄, 23, Ἀριθμ. Δ΄, 9).
Greek Monolingual
λαβίς, -ίδος, ἡ (AM)
βλ. λαβίδα.
Russian (Dvoretsky)
λᾰβίς: ίδος (ῐδ) ἡ застежка, пряжка Polyb.