λαβρόσυτος

From LSJ
Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρόσῠτος Medium diacritics: λαβρόσυτος Low diacritics: λαβρόσυτος Capitals: ΛΑΒΡΟΣΥΤΟΣ
Transliteration A: labrósytos Transliteration B: labrosytos Transliteration C: lavrosytos Beta Code: labro/sutos

English (LSJ)

ον, (σεύω) rushing furiously, A.Pr.600 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 2] ἦλθον, schnell fortgerissen, in stürmischer Hast, Aesch. Prom. 603, früher λαβρόσσυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance impétueusement.
Étymologie: λάβρος, σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρόσῠτος: -ον, (σεύω) μανιωδῶς ὁρμῶν, ὁρμητικώτατος, Αἰσχύλ. Πρ. 601 (Λυρ).

Greek Monolingual

λαβρόσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεό-συτος].

Greek Monotonic

λαβρόσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λαβρόσῠτος: бурно устремляющийся, стремительный Aesch.

Middle Liddell

λαβρόσῠτος, ον σεύω
rushing furiously, Aesch.