νεωτερισμός

From LSJ
Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωτερισμός Medium diacritics: νεωτερισμός Low diacritics: νεωτερισμός Capitals: ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: neōterismós Transliteration B: neōterismos Transliteration C: neoterismos Beta Code: newterismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A attempt to change; especially in bad sense, innovation, revolutionary movement, Pl.R.422a, 555d, D.17.15, etc.: pl., Pl.Lg.758c; ἔφορος ἐπὶ τῶν νεωτερισμῶν, title of official at Sparta, BSA27.234 (ii A.D.).
2 generally, change, as of diet, Sabin. ap. Gal.17(1).562.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
goût ou penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.
Étymologie: νεωτερίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νεωτερισμός: ὁ, ἐπιχείρησις πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, κίνησις, στάσις, rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. νεωτερίζω.

Greek Monolingual

ο (Α νεωτερισμός) νεωτερίζω
1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία
νεοελλ.
1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων
2. μόδα, συρμός
3. (στο εμπόριο) νέες μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην κατανάλωση κατά τις επιταγές της μόδας
4. (οικον.) οι καινοτομίες στην αξιοποίηση τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την αύξηση της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους
5. φρ. «κατάστημα νεωτερισμών» — παρωχημένος όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας
αρχ.
1. στάση, κίνημα, επανάσταση
2. μεταβολή στον τρόπο διατροφής
3. φρ. «ἔφορος επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — τίτλος δικαστικού υπαλλήλου στη Σπάρτη.

Greek Monotonic

νεωτερισμός: ὁ, καινοτομία, επαναστατική κίνηση, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νεωτερισμός:
1) страсть к новшествам, тж. стремление к переворотам, мятежность Plat.;
2) мятеж, восстание Dem., Plut.

Middle Liddell

νεωτερισμός, οῦ, ὁ, [from νεωτερίζω
innovation, revolutionary movement, Plat., etc.

English (Woodhouse)

revolution, desire for revolution, plot to upset the government, political disturbance, political movement, political upheaval, reform of the constitution

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)