ἀπογυμνάζω

Revision as of 13:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

bring into hard exercise, ἀ. στόμα ply one's tongue hard, A.Th.441; αὑτούς Arist.HA624a25.

Spanish (DGE)

ejercitar, entrenar στόμα A.Th.441, αὑτούς Arist.HA 624a25, ἑαυτοὺς ἐς τὰς μάχας Philostr.Im.2.6.

French (Bailly abrégé)

exercer.
Étymologie: ἀπό, γυμνάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογυμνάζω: μέλλ. -άσω, ἐκγυμνάζω καλῶς, ἐξασκῶ, ἀπογ. στόμα, γυμνάζω τὴν γλῶσσάν μου ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Θ. 441· αὐτοὺς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 12.

Greek Monolingual

ἀπογυμνάζω (Α)
εκγυμνάζω, εξασκώ.

Greek Monotonic

ἀπογυμνάζω: μέλ. -άσω, υποβάλλω σε σκληρή εξάσκηση, καταπονώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογυμνάζω: упражнять, развивать (αὐτούς Arst.): ἀ. στόμα Aesch. давать волю языку.

Middle Liddell


to bring into hard exercise, to ply hard, Aesch.