ἀπαρτισμός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ὁ, A completion, Ev.Luc.14.28; ἔργων PGiss.67.9 (ii A. D.); λογοθεσίας Mitteis Chr.88iv 25 (ii A. D.); κατ' ἀπαρτισμόν precisely, Chrysipp.Stoic.2.164; οὐ κατ' ἀπαρτισμὸν ἀλλ' ἐν πλάτει not narrowly but broadly, D.H.Comp.24. 2 rounding off, βαλάνου Antyll. ap. Orib. 50.3.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I redondez τῆς βαλάνου Antyll. en Orib.50.3.1.
II 1remate de una torre Eu.Luc.14.28
•de un adv. modificador τοῦ ῥήματος A.D.Adu.122.14.
2 realización ἔργων PGiss.67.9 (II d.C.), λογοθεσίας Mitteis Chr.2.88.4.25 (II d.C.), ἀ. συμφωνίας realización de un acuerdo, SB 7173.30.
III κατ' ἀπαρτισμόν
1 exactamente Chrysipp.Stoic.2.164.
2 estrictamente οὐ κατὰ ἀπαρτισμὸν ἀλλ' ἐν πλάτει D.H.Comp.121.1.
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, dasselbe, N. T; κατ' ἀπαρτισμόν, absolut, D. Hal. C. V. 24.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 achèvement, perfection;
2 repos ou suspension en parl. de la césure.
Étymologie: ἀπαρτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτισμός: ὁ, συμπλήρωσις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 28· κατ’ ἀπαρτισμόν, ἀπολύτως, τελείως, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 24, Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 258.
English (Strong)
from a derivative of ἀπάρτι; completion: finishing.
English (Thayer)
ἀπαρτισμου, ὁ (ἀπαρτίζω to finish, complete), completion: Dionysius Halicarnassus, de comp. verb. c. 24; (Apollonius Dyscolus, de adv., p. 532,7, others; cf. Winer's Grammar, p. 24).
Greek Monolingual
ἀπαρτισμός, ο (Α)
1. εκπλήρωση, ολοκλήρωση
2. φρ. «κατ' ἀπαρτισμόν» — κατά περίληψη, περιληπτικά.
Greek Monotonic
ἀπαρτισμός: ὁ (ἀπαρτίζω), ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρτισμός: ὁ завершение, окончание (sc. τοῦ πύργου NT).
Middle Liddell
ἀπαρτίζω
completion, NTest.
Chinese
原文音譯:¢partismÒj 阿普-阿而提士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-裝備(著)
字義溯源:完成,成;源自(ἀπάρτι)=從今);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἄρτι)=現在)組成;而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 完成(1) 路14:28