ἀπημοσύνη

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπημοσύνη Medium diacritics: ἀπημοσύνη Low diacritics: απημοσύνη Capitals: ΑΠΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: apēmosýnē Transliteration B: apēmosynē Transliteration C: apimosyni Beta Code: a)phmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A freedom from harm, safety, Thgn.758, IG12(5).215 (Paros). 2 harmlessness, Opp.H.2.647.

German (Pape)

[Seite 290] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Theogn. 736; Ep. ad. 313 (App. 372).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 absence de souffrance;
2 innocuité.
Étymologie: ἀπήμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπημοσύνη: ἡ, ἡ ἔλλειψις βλάβης, ἀβλάβεια, Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προσθήκη) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647.

Greek Monolingual

ἀπημοσύνη, η (Α)
1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια, ακεραιότητα
2. αθωότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημονή, παράλληλος τ. της λ. πήμα].

Greek Monotonic

ἀπημοσύνη: ἡ (ἀπήμων), έλλειψη βλάβης, ακεραιότητα, υγεία, σε Θεόγν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπημοσύνη: ἡ отсутствие физических страданий, т. е. безукоризненное здоровье Anth.

Middle Liddell

ἀπήμων
freedom from harm, Theogn.