ἐνηβητήριον
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
τό, place of amusement, Hdt.2.133, Ael.NA11.10.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar de recreo o diversión Hdt.2.133, Ael.NA 11.10.
German (Pape)
[Seite 840] τό, Vergnügungsort; Her. 2, 133; Ael. N. A. 11, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de récréation juvénile.
Étymologie: ἐν, ἡβάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηβητήριον: τό, τόπος διασκεδάσεως, Ἡρόδ. 2. 133, ἔνθα ἴδε Valck.
Greek Monolingual
ἐνηβητήριον, το (Α)
τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + -τήριον].
Greek Monotonic
ἐνηβητήριον: τό (ἡβάω), τόπος διασκέδασης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνηβητήριον: τό место для развлечений или развлечение, удовольствие Her.