ἐντευκτικός
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
ή, όν, affable, Plu.Alc.13, 2.9f.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. afable, sociable, de trato agradable ἐ. γὰρ ἰδίᾳ καὶ πιθανὸς ἐδόκει Plu.Alc.13, τοὺς υἱοὺς ... ἐντευκτικοὺς ... εἶναι παρασκευαστέον καὶ φιλοπροσηγόρους Plu.2.10a.
2 ret. apropiado para el diálogo o el trato privado, de un tipo de discurso popular, coloquial c. dat. προστιθεὶς τῷ δημηγορικῷ καὶ τῷ δικανικῷ τὸν ἐντευκτικὸν ἅπασιν añadiendo al discurso político y al forense el de la conversación con todos Dem.Phal.157
•de la técnica ret. que favorece el encuentro o el contacto c. gen. obj. ἡ διάθεσις ἡ τῶν κοινῶν καὶ στοιχειωδῶν ἐντευκτική la disposición que favorece el encuentro con las cosas comunes y fundamentales Phld.Rh.2.125Aur.
3 de documentos petitorio, rogativo ἐντευκτικοὺς λιβέλλους ἐπέδωκεν Pall.V.Chrys.1.168, 7.118, διδασκαλίας CSyr.(518-9) Act.p.102.20.
German (Pape)
[Seite 855] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l'on peut aborder facilement, d'un commerce facile.
Étymologie: ἐντυγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, εὐπρόσιτος, εὐπροσήγορος, Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. ἱκετευτικός, ἱκετήριος, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α.
Greek Monolingual
ἐντευκτικός, -ή, -όν (Α)
1. ευπροσήγορος
2. ικετευτικός, παρακλητικός.
Greek Monotonic
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ευπροσήγορος, γλυκομίλητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντευκτικός: доступный, общительный, обходительный (ἐ. καὶ πιθανός Plut.).
Middle Liddell
ἐντευκτικός, ή, όν
affable, Plut. [from ἔντευξις