ἁλίπεδον
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
τό, plain by the sea, sandy plain, Thphr.HP7.15.2, Aristid.Or.17(15).16; of a plain in Attica near Piraeus, X.HG2.4.30. (ἀλ- Ar.Fr.233, acc. to Harp.)
German (Pape)
[Seite 97] τό, Meerebene, Ebene am Meer, Theophr.; eine Ebeue am Piräeus, Xen. Hell. 2, 4, 30; übh. sandige Ebene, Lycophr. 681. In VLL. findet sich auch ἁλήπεδον u. ἁλίσπεδον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sol voisin de la mer, plaine de sable.
Étymologie: ἅλς¹, πέδον.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίπεδον: τὸ πεδίον παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀμμῶδες πεδίον, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 15, 2, Λυκόφρ. 681· οὕτως ἐκαλεῖτο τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὸν Πειραιᾶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ παραθαλάσσιον πεδίον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 30) ἔγραψεν ἐν ἀλιπέδῳ μ. ψιλῆς, ὡς λέγει ὁ Ἁρπ. [ᾰλῑ- ἐν ἄρσει, Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπερ πιθανῶς ἐξηγεῖ τὸν τύπον ἁλίσπεδον ἐν Πολυδ. 1.186].
Greek Monolingual
ἁλίπεδον, το (Α)
1. αμμώδης πεδιάδα κοντά στη θάλασσα
2. (γενικά) πεδιάδα, κάμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + πέδον «έδαφος, γη, τόπος»].
Greek Monotonic
ἁλίπεδον: τό, το πεδίο κοντά στη θάλασσα, όπως αποκαλούνταν η πεδιάδα κοντά στον Πειραιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
a plain by the sea:— as the plain near Piraeeus was called, Xen.