καλύβη
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ἡ, A hut, cabin, Hdt.5.16, Th.1.133, 2.52, Theoc.21.7, 18, Agatharch.47, etc.; σχοινῖτις καλύβη AP7.295.7 (Leon.); ἡ ἱερὰ καλύβη, holy hutCIG4591 (Palestine). 2bridal bower, A.R.1.775. 3 sleeping-tent on roof of house, PFlor.335.2 (iii A. D.). II cover, screen, Theopomp.Hist.195.
German (Pape)
[Seite 1314] ἡ (καλύπτω), Obdach, Hütte, Zelt; Her. 5, 16; οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ' ἐν καλύβαις πνιγηραῖς διαιτωμένων Thuc. 2, 52; Sp.; Ath. XII, 517 f aus Theopomp. καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐκ ῥάβδων; – σχοινῖτις Leon. Tar. 91 (VII, 295). Bei Ap. Rh. 1, 775 Brautgemach.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
cabane, hutte.
Étymologie: cf. καλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλύβη -ης, ἡ [καλύπτω] hut.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλύβη: (ῠ) ἡ хижина (διαιτᾶσθαι ἐν καλύβαις Thuc.): κ. πλεκτή Theocr. или κ. σχοινῖτις Anth. тростниковая хижина, шалаш.
Spanish
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κᾰλύβη: [ῠ], ἡ (καλύπτω),
I. καλύβα, καμπίνα, θαλαμίσκος, κελί, Λατ. tugurium, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. καταφύγιο, παραπέτασμα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλύβη: ῠ, ἡ, (καλύπτω) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ καλύβη Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. προκάλυμμα, καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― τύπος κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ καλύβη ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: hut, cabin (Hdt.); bridal bower (A.R.); sleeping-tent (PFlor. 335.2).
Other forms: Also καλυβός (Epigr.Gr. 260, Cyrene). κολυβός ἔπαυλις H.
Derivatives: καλυβίτης `living in a hut'; καλυβοποιέομαι make oneself a cabin (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variant adduced by Fur. 343 shows that the word is Pre-Greek. Pre-Greek has a rule α - υ > ο - υ Fur. 340.
Middle Liddell
κᾰλῠ́βη, ἡ, καλύπτω
I. a hut, cabin, cell, Lat. tugurium, Hdt., Thuc., etc.
II. a cover, screen, Anth.