ἀπρόοπτος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ον, A unforeseen, A.Pr.1074 (lyr.); ἐξ-όπτου Aesop.330. Adv. -τως PAmh.2.154.7 (vi A. D.). II Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. -τως Sor.1.71, Ael.NA1.8.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. adv. ἀπρούπτως Critias Fr.Trag.4a.13
I 1de cosas y abstr. imprevisto Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.Pr.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.
2 de pers. imprevisor (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.
II adv. -ως
1 de improviso, inesperadamente ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.Eun.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.HE 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς PAmh.154.7 (VI/VII d.C.).
2 inconscientemente e.e. sin prever las consecuencias ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores Ael.NA 1.8, cf. Critias l.c.
German (Pape)
[Seite 339] unvorhergesehen, Aesch. Prom. 1076; ἐξ ἀπροόπτου Aesop. 110; adv., Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
imprévu.
Étymologie: ἀ, προόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόοπτος: непредвиденный (πῆμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόοπτος: -ον, ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προΐδῃ. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 1038F. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προβλέπων, ὁ μὴ περιμένων τι, Πολυδ. Α΄, 179· ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος ὁ αὐτ. Γ΄, 117.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος
2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπροόπτως
ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.
(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα
αρχ.
ο μη προορατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].
Greek Monotonic
ἀπρόοπτος: -ον (προόψομαι, μέλ. του προοράω), απρόβλεπτος, αυτός τον οποίον δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προόψομαι, fut. of προοράω
unforeseen, Aesch.