συσκοτάζω

From LSJ
Revision as of 22:28, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκοτάζω Medium diacritics: συσκοτάζω Low diacritics: συσκοτάζω Capitals: ΣΥΣΚΟΤΑΖΩ
Transliteration A: syskotázō Transliteration B: syskotazō Transliteration C: syskotazo Beta Code: suskota/zw

English (LSJ)

A make dark, τὰ ἄστρα LXX Ez.32.7; ἡμέραν εἰς νύκτα σ. ib.Am.5.8. II intr., grow quite dark, ὁ οὐρανὸς σ. νεφέλαις ib. 3 Ki.18.45, cf. Jl.3.15, al.:—but, 2 in early writers, always impers., ξυσκοτάζει (sc. ὁ θεός) it grows dark, Th.1.51, 7.73, cf. X.Cyr. 7.5.15, etc.; ἤδη συσκοτάζοντος (sc. τοῦ θεοῦ) when it was now getting dark, Lys.Fr.75.4, cf. Diocl.Fr.141; συσκοτάζοντος ἄρτι τοῦ θεοῦ Plb. 31.13.9.

German (Pape)

[Seite 1042] 1) umfinstern, umdunkeln, ganz verfinstern. – 2) intrans., rings finster, dunkel werden, ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, Thuc. 1, 51. 7, 73 Xen. Cyr. 4, 5, 5 Dem. 54, 5, Pol. 31, 21, 9 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

être obscur ; • impers. ξυνεσκόταζε ἤδη THC il faisait déjà nuit.
Étymologie: σύν, σκοτάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκοτάζω [σύν, σκότος] donker worden; onpers. συσκοτάζει het wordt donker. Thuc. 1.51.2.

Russian (Dvoretsky)

συσκοτάζω: становиться темным, темнеть Lys., Xen., Dem.: ξυνεσκόταζε ἤδη Thuc. уже смеркалось.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυσκοτάζω Α
1. καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό («καὶ συσκοτάσω τοὺς ἀστέρας αὐτοῦ», ΠΔ)
2. γίνομαι εντελώς σκοτεινός («καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις», Πολ.)
3. απρόσ. συσκοτάζει ή ξυσκοτάζει
σκοτεινιάζει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκοτάζω (< σκότος)].

Greek Monotonic

συσκοτάζω: μέλ. -σω, σκοτεινιάζω, γίνομαι εντελώς σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι· απρόσ., συσκοτάζει, σκοτεινιάζει, πέφτει σκοτάδι, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτάζω: ἐντελῶς σκοτίζω, ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. αὐτόθι (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ὅλως σκοτεινός, ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις αὐτόθι (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», σκότος γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται σκότος, Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, νίφω.

Middle Liddell

fut. σω
to grow quite dark: impers., συσκοτάζει it grows dark, Thuc., Xen.