συριγμός
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ὁ, shrill piping sound, hissing, as of serpents, Arist.HA536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.Smp.6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17; σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6; σ. κάλων the whistling of rigging, D.H.Comp.16; of the sound of sibilants, ib.14; hissing in the theatre, Plu.Cic.13; of the cry of elephants, Arr.An.5.17.7; singing in the ears, Dsc.2.78.
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ χλευασμός, Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de siffler par moquerie.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῡριγμός -οῦ, ὁ [συρίζω] gefluit (tijdens applaus). Plut. Cic. 13.3. suizen (van een speer). Luc. 37.32.
Russian (Dvoretsky)
σῡριγμός: ὁ
1) насмешливый свист, свистки, освистывание Xen., Polyb., Plut.;
2) свист, шипение (sc. τοῦ ὄφεως Arst.).
Spanish
Greek Monolingual
και συρισμός, ο, ΝΜΑ συρίζω
σφύριγμα
αρχ.
1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.)
2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος
3. ο συριστικός ήχος που παράγεται κατά την προφορά ορισμένων γραμμάτων
4. βοή τών αφτιών, βόμβος.
Greek Monotonic
σῡριγμός: ὁ (συρίζω), σφύριγμα, συριστικός ήχος, όπως αυτός των φιδιών, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριγμός: ὁ, τὸ συρίζειν, σφύριγμα ὡς π. χ. τοῦ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9, πρβλ. Στράβ. 422· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ περιγέλωτος, Ξεν. Συμπ. 6, 5· τοὺς συριγμούς... καὶ τοὺς χλευασμοὺς Πολύβ. 30. 20, 6· σ. κάλων, συριγμὸς τῶν σχοινίων, Λατ. stridor rude?tum, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσί τινα τῶν γραμμάτων προφερόμενα, αὐτόθι 14· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἐλεφάντων, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· βοὴ τῶν ὤτων, Διοσκ. 2. 96.
Middle Liddell
σῡριγμός, οῦ, ὁ, συρίζω
a whistling, hissing, Xen.