ἀέριος

From LSJ
Revision as of 16:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέριος Medium diacritics: ἀέριος Low diacritics: αέριος Capitals: ΑΕΡΙΟΣ
Transliteration A: aérios Transliteration B: aerios Transliteration C: aerios Beta Code: a)e/rios

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον, also ος, ον; Ion. ἠέριος, η, ον (q.v.): (ἀήρ):—A misty, σκότον E.Ph.1534. II in the air, high in air, κρότον ποδῶν Id.Tr.546; of the air, aerial, opp. χθόνιος, Id.Fr.27; πῦρ Hp.Vict.1.10; αἰτίαι ἀ., title of work by Democr.; opp. ὑπόγειος, PMag.Lond.121.893; ἀ. φύσις Arist.Mu.392b14; ζῷα ib.398b33; γένος Pl.Epin.984e; τὰ ἀ. Luc.Prom.Es 6. Adv. -ως Iamb.Myst.1.9. III wide as air, infinite, ἄμμου μέγεθος ἀ. D.S.1.33, cf. 5.42. b indefinite, vain, futile, Phld.Vit.p.9J., Ir.p.79 W.; ἐπιζήτησις Id.Sign.21.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): jón. y ép. ἠέριος, -η, -ον Simon.80.1D., Hp.Vict.1.10.2, Lyr.Adesp.20d, Arat.349, Orph.H.81.6, Orac.Sib.3.682, Nonn.D.7.315.
• Prosodia: [ᾱ-]
I neblinoso, turbio, borroso σκότος E.Ph.1534, cf. Ar.Au.1389, de la constelación de Argo ἠερίη καὶ ἀνάστερος Arat.l.c., ἠέριαι ... φάραγγες ἐν οὔρεσιν ὑψηλοῖσιν Orac.Sib.3.682
como epít. de Egipto la cubierta de brumas ἀερία γᾶ A.Supp.75 (v. Ἀερία 1)
como pred. ἠερίη ... αἶα Πελασγῶν δύετο = desaparecía entre las brumas la tierra de los Pelasgos A.R.1.580, φασὶ θεωρεῖσθαι τὴν Ἰνδικὴν ἀέριον διὰ τὸ μέγεθος τοῦ διαστήματος D.S.5.42 (la mayoría de estas citas son interpr. tb. frec. con el sent. de II, III o de 1 ἠέριος q.u.).
II 1 aéreo, como el aire, de naturaleza del aire πῦρ Hp.Vict.1.10.2, D.C.41.61.2, ἔπεα Lyr.Adesp.20d, de las Auras, Orph.H.81.6, de la tela de araña λεπτὰ καὶ ἀέρια νήματα Gr.Naz.M.36.60C
fig. fútil, vano Phld.Vit.6.6, de la esperanza, Arnob.Nat.2.62
subst. τὰ ἀ. Phld.Ir.39.18
relativo al aire, propio del aire, aéreo Αἰτίαι ἀέριοι tít. de una obra de Democr., D.L.9.47, φύσις Arist.Mu.392b14.
2 aéreo, que está en el aire κρότος ποδῶν E.Tr.546 (cód.), ἠέριοι ποτέονται de peces voladores, Opp.H.1.430, ἀτραπός Nonn.D.7.315
que vive en el aire γένος Pl.Epin.984e, ζῷον Arist.Mu.398b33, Opp.C.1.380, ἄγραι AP 6.180 (Arch.)
τὸ ἀ. πνεῦμα τοῦ Βελιάρ T.Beni.3.4 (aunque quizá c. el sent. de I), θεός ID 2431, epít. de Zeus TAM 5.616 (Lidia III d.C.), cf. Orph.H.20.2
como pred. ἀέριος ... σοι, Βαβυλών, ἥξει ... αἰώνιος ἐξολόθρευσις = por el aire llegará contra ti, Babilonia, la destrucción eterna, Orac.Sib.3.307
que se eleva en el aire, que está por las alturas, de gran altura τὰ δὲ στελέχη τῶν φοινίκων τὸ ... μῆκος ἀέριον ἔχει D.S.2.53.
III infinito, enorme διὰ κύματος ἀερίου πταμένα Lyr.Adesp.105.16, de la arena o de lugares arenosos ἠερίη ... ἄμαθος παρακέκλιται A.R.4.1239, ἄμμου μέγεθος ἀέριον D.S.1.33, 17.49, πεδίοις ἀμμώδεσιν ἀερίοις τὸ μέγεθος D.S.2.54, ἀέριοι θῖνες ἅμμου κατά τε τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος D.S.3.44.
IV adv. ἀερίως = aéreamente op. αἰθερίως y ἐνυδρίως Iambl.Myst.1.9.

German (Pape)

[Seite 42] ον, luftig, γένος, von Dämonen, Plat. Epin. 984 d; φύσις Arist. mund. 3; ζῶα, in der Luft lebend, ibd. 5. Bei Dichtern nebelig, s. ἠέριος; – μέγεθος ἀέριον D. Sic. 1, 33, groß, wie die Luft, aber v.l. ἄπειρον.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
épq. et ion. ἠέριος;
enveloppé des brouillards du matin.
Étymologie: ἀήρ, ion. ἠήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀέριος: (ᾱ), эп.-ион. ἠέριος 2 и 3
1) воздушный (φύσις, ζῷα Arst., Plut., Luc.; γένος, sc. τῶν δαιμόνων Plat.);
2) туманный (γᾶ sc. Αἰγύπτου Aesch.): ἀέριον σκότον ὄμμασι βαλών Eur. набросив на глаза (свои) темный туман, т. е. ослепив себя;
3) поднятый: ἀ. κρότος ποδῶν Eur. топот поднимающихся (при пляске) ног; ἠερίη πέτρα Anth. уходящая ввысь скала;
4) окутанный (предрассветным) туманом, утренний: ἦλθον ἠέριοι Hom. они пришли на рассвете;
5) уходящий в туманную даль, т. е. бескрайний: ἄμμου μέγεθος ἀέριον Diod. бесконечные пески.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέριος: [ᾱ], -ον, καὶ -α, -ον, Ἰων. ἠέριος, -η, -ον, (ὃ ἴδε) (ἀήρ). Ὁ ἐν τῇ «ομίχλῃ ἢ ἐν τῷ πυκνῷ ἀέρι τῆς πρωΐας, Εὐρ. Φοίν. 1534. ΙΙ. ἐν τῷ ἀέρι, ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, Εὐρ. Τρῳ. 546· ἐναέριος, κατ’ ἀντίθ. τῷ χθόνιος, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 27· φύσις, Ἀριστ. Κόσμ. 3. 4· ζῷα, αὐτόθι 6. Λουκ. Προμ. 6· ἀέριον γένος, Πλάτ. Ἐπινομὶς 984D. -Ἐπίρρ. -ως, Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. ΙΙΙ. εὐρύς, ἀπέραντος ὡς ἀήρ, ἄπειρος, Διόδ. 1. 33, κτλ.

Greek Monotonic

ἀέριος: [ᾱ], -ον, επίσης , -ον· Ιων. ἠέριος, , -ον (ἀήρ
I. αυτός που βρίσκεται στην πρωινή ομίχλη, πάχνη ή τον πυκνό αέρα του πρωινού, σε Ευρ.
II. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, ψηλά στον αέρα, στον ίδ.

Middle Liddell

[ἀήρ]
I. in the mist or thick air of morning, Eur.
II. in the air, high in air, Eur.