χημεία

From LSJ
Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χημεία Medium diacritics: χημεία Low diacritics: χημεία Capitals: ΧΗΜΕΙΑ
Transliteration A: chēmeía Transliteration B: chēmeia Transliteration C: chimeia Beta Code: xhmei/a

English (LSJ)

χημευτικός, v. χυμεία, χυμευτικός.

Greek (Liddell-Scott)

χημεία: ἡ, ἴδε χημία.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χημία ΜΑ, και χυμεία Μ
νεοελλ.
1. χημ. κλάδος τών φυσικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ατομικής και μοριακής σύστασης της ύλης, καθώς και τών αλληλεπιδράσεων τών συστατικών της (α. «γενική χημεία» β. «φαρμακευτική χημεία» γ. «χημεία τών πολυμερών» δ. «αναλυτική χημεία»)
2. φρ. α) «ανόργανη χημεία»
χημ. κλάδος της χημείας που μελετά όλα τα χημικά στοιχεία και τις ενώσεις τους, εκτός από τις ενώσεις του άνθρακα, από τις οποίες εξετάζει μόνο τα καρβίδια και μερικές άλλες απλές ενώσεις
β) «οργανική χημεία» — βλ. οργανικός
γ) «χημείο τροφίμων»
χημ. χημικός κλάδος που μελετά τη σύσταση, την παραγωγή και τις ιδιότητες τών τροφίμων, τους τρόπους συντήρησής τους, τις μεταβολές ή τις αλλοιώσεις που αυτά υφίστανται και αναπτύσσει μεθόδους και τεχνικές για τον έλεγχο και την αποτροπή τών αλλοιώσεων και της νόθευσής τους
μσν.
η αλχημεία
μσν.-αρχ.
η τέχνη της κατεργασίας και μετατροπής τών μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. της τέχνης της επεξεργασίας τών μετάλλων, για την οποία έχουν διατυπωθεί δύο κύριες ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, η λ. συνδέεται με τον τ. Χημία, την αιγυπτιακή ονομ. της Αιγύπτου, και η μέθοδος αυτή της επεξεργασίας τών μετάλλων ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι εισήχθη από την Αίγυπτο, ή, σύμφωνα με άλλους μελετητές, λόγω του μαύρου χρώματος που αποκτούσαν τα μέταλλα με την επεξεργασία και την ανάμιξή τους (για τη σημ. «μαύρος» του τ. χημία, βλ. λ.). Κατά τη δεύτερη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην οικογένεια του ρ. χέω και έχει σχηματιστεί είτε από τον τ. χύμα με σημ. «χύσιμο μετάλλων» είτε μέσω του τ. χυμός λόγω της ανάμιξης διαφόρων υγρών. Επί πλέον, η λ. χημεία και οι διάφοροι παρ. τ. εμφανίζουν και γραφές με -υ-, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ποιοι πρέπει να θεωρηθούν εγκυρότεροι, γεγονός που δεν διευκολύνει την επιλογή μιας από τις δύο προτάσεις ετυμολόγησης. Επειδή, όμως, η λ. χημεία δεν αναφέρεται μόνο στην επεξεργασία μετάλλων, αλλά περιλαμβάνει γενικότερα μεθόδους ανάμιξης και προετοιμασίας βαφών, αφεψημάτων, χυμών, εκχυλισμάτων κ.ά., οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι η λ. χημεία/χυμεία έχει προέλθει, πιθανότατα, από συμφυρμό τών λ. χυμός και Χημία, ο οποίος διευκολύνθηκε και από την σύμπτωση στην προφορά τών -υ- και -η- με τον ιωτακισμό. Στη Νέα Ελληνική ο τ. επικράτησε με τη γρφ. χημεία και χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. του επιστημονικού κλάδου που μελετά τις ιδιότητες τών ουσιών και τις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Από τη λ. χημεία σχηματίστηκε και ο τ. αλχημεία και προήλθαν επίσης οι ξεν. ονομ. του επιστημονικού κλάδου (πρβλ. αγγλ. chemistry, γαλλ. chimie), καθώς και άλλοι επιστημονικοί όροι που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. χημειο-θεραπεία < γαλλ. chimiotherapie), βλ. και λ. χημει(ο)-].