κοτήεις
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
εσσα, εν, wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.
Russian (Dvoretsky)
κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).
English (Autenrieth)
wrathful, Il. 5.191†.
Greek Monolingual
κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].
Greek Monotonic
κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».