ὑψίλοφος

From LSJ
Revision as of 22:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐλοφος Medium diacritics: ὑψίλοφος Low diacritics: υψίλοφος Capitals: ΥΨΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hypsílophos Transliteration B: hypsilophos Transliteration C: ypsilofos Beta Code: u(yi/lofos

English (LSJ)

ον, high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v.l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au sommet élevé (Etna) ; élevé (porte);
2 qui croît sur les hauteurs;
3 au panache ou au cimier élevé.
Étymologie: ὕψι, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίλοφος:
1) высоковершинный (Αἴτνα Pind.);
2) высокий (θυρίδες Anth. - v.l. ὑψόροφος);
3) высокопарный (λόγοι Arph. - v.l. к ἱππόλοφος).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν λόφον, Αἴτνα Πινδ. Ο. 13. 159· θυρίδες Ἀνθ. Παλ. 5. 153· οὕτως ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 818 ἀντὶ ἱππολόφων· τὸ παρ’ Ἱππ. 1278. 38, ὑψήλοφος φαίνεται ὅτι εἶναι πλημμελές.

English (Slater)

ὑψῐλοφος, -ον with high crest ὑπ' Αἴτνας ὑψιλόφου (O. 13.111)

Greek Monolingual

και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, -ον, Α
1. υψικόρυφος
2. (γενικά) υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος.

Greek Monotonic

ὑψίλοφος: -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑψί-λοφος, ον,
high-crested, Pind.