τρῶσις
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
εως, ἡ, (τρώω) wounding, mostly pl., Hp.VC2, Arist.Po. 1452b13, Plu.2.20e, Sammelb.6003.13 (iv A. D.): sg., Phld.Herc.1251.6; injury to a tree, Thphr.HP4.16.1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de blesser, blessure.
Étymologie: τιτρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
τρῶσις: -εως, ἡ, (τρώω) τραυματισμός, «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― βλάβη δένδρων, οἷον ἐλάτης καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1.
Russian (Dvoretsky)
τρῶσις: εως ἡ τιτρώσκω нанесение ран(ы), ранение Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρῶσις -εως, ἡ [τιτρώσκω] verwonding.
German (Pape)
ἡ, das Verwunden, Hippocr.; Apoll. Lex. Hom. erklärt ὠτειλή, ἡ ἐκ χειρὸς τρῶσις.