κονίπους

From LSJ
Revision as of 10:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

German (Pape)

[Seite 1481] οδος, s. κονιόπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds poudreux ; paysan ou homme du peuple.
Étymologie: κόνις, πούς.

Greek Monolingual

κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῦν το δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῦφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονίπους, gen. - ποδος (κόνις, πούς) slof.

Russian (Dvoretsky)

κονίπους: ποδος ὁ
1) с запыленными ногами (прозвище крестьян из Эпидавра) Plut.;
2) «пыльники», легкая обувь Arph.