Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στενακτός

From LSJ
Revision as of 00:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενακτός Medium diacritics: στενακτός Low diacritics: στενακτός Capitals: ΣΤΕΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: stenaktós Transliteration B: stenaktos Transliteration C: stenaktos Beta Code: stenakto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be mourned, giving cause for grief, ἀνήρ S.OC1663; ἄτα E.HF917 (lyr.). 2 mournful, ἰαχά Id.Ph.1302 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 935] stöhnend, seufzend, ἰαχά, Eur. Phoen. 1311, – beseufzt, zu beklagen, Soph. O. C. 1659, ἄτα Eur. Herc. F. 917.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lamentable.
Étymologie: στενάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ).

Russian (Dvoretsky)

στενακτός: [adj. verb. к στενάζω
1) стонущий, горестный (ἰαχά Eur.; οὐ σ. οὐδὲ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph.);
2) достойный слез, ужасный (ἄτη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

στενακτός: -ή, -όν, δι’ ὃν στενάζει τις, ὁ παρέχων αἰτίας πρὸς στεναγμόν, ἀνὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1663· ἄτη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 917. 2) θλιβερός, λυπηρός, θρηνητικός, ἰαχὴ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1302.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στενάζω
1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.)
2. στενακτικός.

Greek Monotonic

στενακτός: -ή, -όν,
1. αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει κάποιος, αυτός που αποτελεί την αιτία για να αναστενάξει, να λυπηθεί κάποιος, αξιοθρήνητος, σε Σοφ., Ευρ.
2. θρηνητικός, θλιβερός, σε Ευρ.

Middle Liddell

στενακτός, ή, όν [from στενάζω
1. to be mourned, giving cause for grief, Soph., Eur.
2. mournful, Eur.