συννομή
English (LSJ)
ἡ, A a feeding together, joint pasture, Pl.Plt.268c. II γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή the man and his allotment being a joint affair, Id.Lg.737e. III Dor. συννομά, a division of the people at Camirus, Clara Rhodos 6/7.428.
Russian (Dvoretsky)
συννομή: ἡ
1) совместная пастьба Plat.;
2) одно целое, общность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συννομή: ἡ κοινὴ νομή, τὸ συννέμεσθαι, Πλάτ. Πολιτ. 268C· διάφορ. γραφ. συννομική. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 737Ε, ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος ξυννομὴ (ἀντὶ ξὺν νομῇ), πρᾶγμα ἀλληλένδετον, ἀλλ’ ἡ τοῦ Ast. γραφὴ ξύννομα εἶναι εὐκολωτέρα.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α συννέμω
νεοελλ.
(νομ.) η από κοινού άσκηση της νομής, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου
αρχ.
1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής
2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο
3. (στην Κάμειρο της Ρόδου) διαίρεση, κατανομή του λαού.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννομή -ῆς, ἡ [συννέμω] het samen weiden:. τους... τῆς συννομῆς αὐτῷ ἀντιποιουμένους degenen die er aanspraak op maken met hem samen herder te zijn Plat. Plt. 268c. samenhangende portie:. γενόμενα ἀνὴρ καὶ κλῆρος συννομή waarbij de mens en zijn grond een samenhangende portie vormen Plat. Lg. 737e.
German (Pape)
ἡ, das Zusammenweiden, Plat. Polit. 268c τῆς συννομῆς αὐτῷ ἀντιποιουμένους, wo vulg. συννομικῆς gelesen wird; – Zusammenordnung, Plat. Legg. V.737e, nach Bekker, vulg. ξὺν νομῇ.