τάρβος
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
εος, τό, A alarm, terror, Il.24.152, S.OT296, etc.; περίφοβόν μ' ἔχει τ. A.Supp.736 (lyr.); ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τάρβος Id.Ag.858; ἀμφὶ τάρβει Id.Ch.547; ζωπυροῦσι τ. followed by acc. of persons feared (cf. δέος 1), Id.Th.290 (lyr.). 2 awe, reverence, τινος for one, Id.Pers.696 (lyr.). II an object of alarm, a fear or alarm, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; S.El.412; πόλει τάρβος ἦσθα E.Ba.1310.--Poet. word, rare in Prose, as Aret. SD1.6, Plu.2.666b. (Cf. Skt. tarjati 'threaten', Lat. torvus.)
German (Pape)
[Seite 1070] εος, τό, Schrecken, Furcht; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί, μηδέ τι τάρβος, Il. 24, 152. 181; Aesch. Spt. 271; περίφοβόν μ' ἔχει τάρβος, Suppl. 736, u. öfter; ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Soph. El. 404; οὕτω δὲ τάρβους ἐς φόβον τ' ἀφικόμην, Eur. Phoen. 361. Vgl. noch über die Ableitung Plut. de superst. 3.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 effroi, crainte;
2 sujet de crainte;
3 respect.
Étymologie: cf. R. skr. Targ « menacer » ; targâmi « je menace ».
Russian (Dvoretsky)
τάρβος: εος τό
1) боязнь, страх, ужас, Hom., Aesch.;
2) предмет боязни Soph.;
3) священный ужас, благоговение: ἀρχαίῳ περὶ τάρβει Aesch. в силу старинного чувства благоговения;
4) предмет благоговейного почтения: τ. πόλει εἶναι Aesch. внушать почтение городу.
Greek (Liddell-Scott)
τάρβος: -εος, τό, φόβος, τρόμος, Ἰλ. Ω. 152, 181, Τραγικ., κλπ.· περίφοβόν μ’ ἔχει τ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 736· ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 858· ἀμφὶ τάρβει (ἴδε ἀμφὶ Β IV. 2)· ἑπομένης αἰτ., γείτονες δὲ καρδίας μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, αἱ γειτνιάζουσαι τῆς καρδίας μέριμναι διατηροῦσι ζωηρὸν τὸν τρόμον ἐκ τοῦ τὰ τείχη ἡμῶν περιβάλλοντος πλήθους τῶν πολεμίων (πρβλ. δέος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 289. 2) φόβος, σεβασμός, τινός, διά τινα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 696. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου ἢ τρόμου, πρᾶγμα φοβερόν, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Σοφ. Ἠλ. 412· πόλει τάρβος ἦσθα Εὐρ. Βάκχ. 1311. ― Ποιητικ. λέξις σπανία παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Πλούτ. 2, 666Β. (Ὅθεν ταρβέω, ταρβαλέος, πρβλ. Σανσκρ. tar΄g, tar΄g -âmi (minor)· Ἀρχ. Σκανδ. pjark-a (inc?e? pare) Ἀγγλο Σαξον. prac-tan (terrere)).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ους και -εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φόβος, δέος, τρόμος
2. σεβασμός, ευλάβεια
3. αντικείμενο που προξενεί φόβο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ταρβῶ].
Greek Monotonic
τάρβος: -εος, τό,
I. 1. φόβος, τρόμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.
2. δέος, σεβασμός, τινός, για κάποιον, σε Αισχύλ.
II. αντικείμενο φόβου ή τρόμου, αιτία επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
τάρβος, ος, εος, τό,
I. fright, alarm, terror, Il., Trag., etc.
2. awe, reverence, τινός for one, Aesch.
II. an object of alarm, a fear, alarm, Soph., Eur.