χειρουργικός
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ή, όν, A of technical dexterity, ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.Pol. 1341b1; τὰ μὴ χ. (sc. τῶν τεχνῶν) Phld.Po.5.2; χ. μέρος τῆς μουσικῆς the practical part of music, i.e. execution, Plu.2.1135d. 2 of or for surgery, ἡ -κή (sc. τέχνη) surgery, D.L.3.85. Adv. -κῶς Poll.2.148. II worked by hand, τόξα Hero Bel.75.5.
German (Pape)
[Seite 1347] ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Theil der Musik, Plut. de mus. 13. – Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch, ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst, D. L. 3, 85, wo sie durch τέμνειν καὶ καίειν charakterisirt ist, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la pratique d'un art ou d'un métier.
Étymologie: χειρουργός.
Russian (Dvoretsky)
χειρουργικός:
1) ремесленный: ἡ χειρουργικὴ ἐπιστήμη Arst. мастерство;
2) практический, технический, исполнительский (τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χειρουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον τῶν χειρῶν, ἡ χ. ἐπιστήμη Ἀριστ. Πολιτ. 8. 6, 3· τὸ χ. μέρος τῆς μουσικῆς, ἡ ἐκτέλεσις, Πλούτ. 2. 1135Ε. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίαν, ἡ χειρουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Διογ. Λ. 4. 85, παρ’ ᾧ ὁρίζεται ὡς τέχνη τοῦ τέμνειν καὶ καίειν· οὕτω, τὸ χειρουργικὸν Μοσχίων·―ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148. ΙΙ. εἰργασμένος διὰ τῆς χειρός, Ἥρων Βελοπ. 1. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειρουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χειρουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική
ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη θεραπεία κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο σώμα
νεοελλ.
φρ. α) «πλαστική χειρουργική»
ιατρ. χειρουργική ειδικότητα με αντικείμενο την αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου
β) «κοσμητική χειρουργική»
ιατρ. υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη τών εξωτερικών σημείων του γήρατος αλλά και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική εμφάνιση, κυρίως τών γυναικών
γ) «χειρουργική επέμβαση»
ιατρ. εγχείρηση
αρχ.
1. επιδέξιος, ικανός στα χέρια
2. κατασκευασμένος με το χέρι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρουργικόν
η χειρουργική.
επίρρ...
χειρουργικώς / χειρουργικῶς, ΝΑ, και χειρουργικά Ν
με εγχείρηση, με χειρουργική επέμβαση.
Greek Monotonic
χειρουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε εργασία των χεριών, σε Αριστ.
Middle Liddell
χειρουργικός, ή, όν
of or for handiwork, Arist.