ἄμοχθος

From LSJ
Revision as of 18:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμοχθος Medium diacritics: ἄμοχθος Low diacritics: άμοχθος Capitals: ΑΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: ámochthos Transliteration B: amochthos Transliteration C: amochthos Beta Code: a)/moxqos

English (LSJ)

ον, A free from toil and trouble, of persons, S.Fr.410; ἄ. βίος Tr.147. Adv. ἀμόχθως Man.2.173, al. 2 shrinking from toil, καρδία Pi.N.10.30, E.Fr. 240. 3 not tired, X.Mem.2.1.33.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas que no supone esfuerzo τοιόνδε μὲν Ζεὺς κλέμμα πρεσβύτου πατρὸς ... ἄμοχθον ἤνυσεν λαβεῖν A.Fr.145.3.
2 de pers. que no ha sufrido trabajos ἄμοχθος γὰρ οὐδείς S.Fr.410
no fatigado X.Mem.2.1.33, cf. ἄ. βίος vida sin fatigas S.Tr.147.
3 que no se esfuerza o fatiga καρδία Pi.N.10.30, cf. E.Fr.240.
II adv. -ως infatigablemente ἔργα τελοῦντας ἀ. Man.2.173, cf. 341.

German (Pape)

[Seite 128] 1) nicht ermüdet, Xen. Mem. 2, 1, 33; Sp. – 2) sich nicht anstrengend, träg, καρδία Pind. N. 10. 30; βίος Soph. Tr. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non fatigué;
2 exempt de peine.
Étymologie: , μόχθος.

Russian (Dvoretsky)

ἄμοχθος:
1) не утомленный Xen.;
2) не знающий трудов, бездеятельный, безмятежный (βίος Soph.);
3) ленивый, вялый (καρδία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄμοχθος: -ον, ὁ ἀπηλλαγμένος μόχθου ἢ φροντίδος, ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀποσπ. 359· ἄμ. βίος ὁ αὐτ. Τρ. 147. 2) ὁ ἀποφεύγων τὸν κόπον, καρδία Πινδ. Ν. 10. 55, Εὐρ. Ἀποσπ. 242. 3) ὁ μὴ κεκμηκώς, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 33.

English (Slater)

ᾰμοχθος, -ον avoiding labour οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν (N. 10.30)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμοχθος, -ον)
ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος
αρχ.
1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος
2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μόχθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί.

Greek Monotonic

ἄμοχθος: -ον, 1. απαλλαγμένος από μόχθο ή φροντίδα, σε Σοφ.· αυτός που αποφεύγει τον κόπο, σε Πίνδ.
2. μη καταπονημένος, σε Ξεν.

Middle Liddell


1. free from toil and trouble, Soph.:— shrinking from toil, Pind.
2. not tired, Xen.

English (Woodhouse)

free from care

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)